• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

confiné

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : confine

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό confiné confinés
θηλυκό confinée confinées

Επίθετο

επεξεργασία

confiné (fr)

  1. έγκλειστος, απομακρυσμένος
    ≈ συνώνυμα: enfermé
  2. που δεν ανανεώνεται (π.χ. μιλώντας για τον αέρα ενός χώρου)
    ≈ συνώνυμα: renfermé
    ≠ αντώνυμα: aéré
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=confiné&oldid=5612528"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Οκτωβρίου 2022, στις 20:44

Γλώσσες

    • Čeština
    • English
    • Español
    • Français
    • Magyar
    • Bahasa Indonesia
    • 한국어
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Tiếng Việt
    • Walon
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Οκτωβρίου 2022, στις 20:44.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας