περιορίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιορίζομαι: παθητική φωνή του ρήματος περιορίζω
Ρήμα
επεξεργασίαπεριορίζομαι
- υπόκειμαι σε περιορισμούς, είμαι ή νιώθω περιορισμένος
- η άσκηση των δικαιωμάτων μας περιορίζεται από τους νόμους
- το ελεύθερο πνεύμα του δεν περιοριζόταν από τους τέσσερις τοίχους του κελιού του
- κάνω τα ελάχιστα, μόνο αυτά που επιβάλλεται ή επιτρέπεται να κάνω, παραμένω από ανάγκη ή επιλογή, μέσα σε κάποια πλαίσια ή όρια
- το φαγητό του περιοριζόταν σε ψωμί και χόρτα του βουνού
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη περιορίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περιορίζομαι | περιοριζόμουν(α) | θα περιορίζομαι | να περιορίζομαι | ||
β' ενικ. | περιορίζεσαι | περιοριζόσουν(α) | θα περιορίζεσαι | να περιορίζεσαι | (περιορίζου) | |
γ' ενικ. | περιορίζεται | περιοριζόταν(ε) | θα περιορίζεται | να περιορίζεται | ||
α' πληθ. | περιοριζόμαστε | περιοριζόμαστε περιοριζόμασταν |
θα περιοριζόμαστε | να περιοριζόμαστε | ||
β' πληθ. | περιορίζεστε | περιοριζόσαστε περιοριζόσασταν |
θα περιορίζεστε | να περιορίζεστε | (περιορίζεστε) | |
γ' πληθ. | περιορίζονται | περιορίζονταν περιοριζόντουσαν |
θα περιορίζονται | να περιορίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιορίστηκα | θα περιοριστώ | να περιοριστώ | περιοριστεί | ||
β' ενικ. | περιορίστηκες | θα περιοριστείς | να περιοριστείς | περιορίσου | ||
γ' ενικ. | περιορίστηκε | θα περιοριστεί | να περιοριστεί | |||
α' πληθ. | περιοριστήκαμε | θα περιοριστούμε | να περιοριστούμε | |||
β' πληθ. | περιοριστήκατε | θα περιοριστείτε | να περιοριστείτε | περιοριστείτε | ||
γ' πληθ. | περιορίστηκαν περιοριστήκαν(ε) |
θα περιοριστούν(ε) | να περιοριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω περιοριστεί | είχα περιοριστεί | θα έχω περιοριστεί | να έχω περιοριστεί | περιορισμένος | |
β' ενικ. | έχεις περιοριστεί | είχες περιοριστεί | θα έχεις περιοριστεί | να έχεις περιοριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει περιοριστεί | είχε περιοριστεί | θα έχει περιοριστεί | να έχει περιοριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε περιοριστεί | είχαμε περιοριστεί | θα έχουμε περιοριστεί | να έχουμε περιοριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε περιοριστεί | είχατε περιοριστεί | θα έχετε περιοριστεί | να έχετε περιοριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν περιοριστεί | είχαν περιοριστεί | θα έχουν περιοριστεί | να έχουν περιοριστεί |