Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοπεριορισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αυτοπεριορισμέν
ος
η
αυτοπεριορισμέν
η
το
αυτοπεριορισμέν
ο
γενική
του
αυτοπεριορισμέν
ου
της
αυτοπεριορισμέν
ης
του
αυτοπεριορισμέν
ου
αιτιατική
τον
αυτοπεριορισμέν
ο
την
αυτοπεριορισμέν
η
το
αυτοπεριορισμέν
ο
κλητική
αυτοπεριορισμέν
ε
αυτοπεριορισμέν
η
αυτοπεριορισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αυτοπεριορισμέν
οι
οι
αυτοπεριορισμέν
ες
τα
αυτοπεριορισμέν
α
γενική
των
αυτοπεριορισμέν
ων
των
αυτοπεριορισμέν
ων
των
αυτοπεριορισμέν
ων
αιτιατική
τους
αυτοπεριορισμέν
ους
τις
αυτοπεριορισμέν
ες
τα
αυτοπεριορισμέν
α
κλητική
αυτοπεριορισμέν
οι
αυτοπεριορισμέν
ες
αυτοπεριορισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αυτοπεριορισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αυτοπεριορίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοπεριορισμένος