αυτοπεριορισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααυτοπεριορισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αυτοπεριορισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αυτοπεριορισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αυτοπεριορισμένος