αυτοπεριοριστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αυτοπεριοριστικός < αυτο- + περιοριστικός
Επίθετο
επεξεργασία
αυτοπεριοριστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αυτοπεριορισμό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή οδηγεί σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αυτοπεριορίζομαι, περιορίζω και όρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοπεριοριστικός
|