Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενσυναίσθημα τα ενσυναισθήματα
      γενική του ενσυναισθήματος των ενσυναισθημάτων
    αιτιατική το ενσυναίσθημα τα ενσυναισθήματα
     κλητική ενσυναίσθημα ενσυναισθήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενσυναίσθημα < εν- + συναίσθημα ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Einfühlung)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενσυναίσθημα[1] [2] ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. ενσυναίσθησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ενσυναίσθημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας