Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενσυναισθητικός η ενσυναισθητική το ενσυναισθητικό
      γενική του ενσυναισθητικού της ενσυναισθητικής του ενσυναισθητικού
    αιτιατική τον ενσυναισθητικό την ενσυναισθητική το ενσυναισθητικό
     κλητική ενσυναισθητικέ ενσυναισθητική ενσυναισθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενσυναισθητικοί οι ενσυναισθητικές τα ενσυναισθητικά
      γενική των ενσυναισθητικών των ενσυναισθητικών των ενσυναισθητικών
    αιτιατική τους ενσυναισθητικούς τις ενσυναισθητικές τα ενσυναισθητικά
     κλητική ενσυναισθητικοί ενσυναισθητικές ενσυναισθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενσυναισθητικός < ενσυναίσθη(ση) + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

ενσυναισθητικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία