λειπόσαρκος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λειπόσαρκος < → δείτε τη λέξη λιπόσαρκος
Επίθετο επεξεργασία
λειπόσαρκος, -ος, -ον
Πηγές επεξεργασία
- λειπόσαρκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.