→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λειπόσαρκος τὸ λειπόσαρκον
      γενική τοῦ/τῆς λειποσάρκου τοῦ λειποσάρκου
      δοτική τῷ/τῇ λειποσάρκ τῷ λειποσάρκ
    αιτιατική τὸν/τὴν λειπόσαρκον τὸ λειπόσαρκον
     κλητική ! λειπόσαρκε λειπόσαρκον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λειπόσαρκοι τὰ λειπόσαρκ
      γενική τῶν λειποσάρκων τῶν λειποσάρκων
      δοτική τοῖς/ταῖς λειποσάρκοις τοῖς λειποσάρκοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λειποσάρκους τὰ λειπόσαρκ
     κλητική ! λειπόσαρκοι λειπόσαρκ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λειποσάρκω τὼ λειποσάρκω
      γεν-δοτ τοῖν λειποσάρκοιν τοῖν λειποσάρκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λειπόσαρκος < → δείτε τη λέξη λιπόσαρκος

  Επίθετο

επεξεργασία

λειπόσαρκος, -ος, -ον