ανεμόχολο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.neˈmo.xo.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μό‐χο‐λο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανεμόχολο ουδέτερο
- (μετεωρολογία, λαϊκότροπο) ανεμοθύελλα
- ※ Τσάκιζε στὸ κάθε πάτημα, ταιριάζοντας ἔτσι μὲ κυπαρίσσι ποὺ τὸ λυγάει καὶ τὸ ξανασηκώνει ὁ ἀγέρας μὲ τ’ ἀνεμόχολο. (Νικόλαος Πετιμεζάς - Λαύρας, «Μάταιος αγώνας», στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 685-686 (15 Ιανουαρίου-1 Φεβρουαρίου 1956), τόμ. 59, σελ. 125)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεμόχολο
→ δείτε τη λέξη ανεμοθύελλα |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανεμόχολο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας