ανεμόπληκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.neˈmo.pli.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μό‐πλη‐κτος
Επίθετο
επεξεργασίαανεμόπληκτος -η -ο
- που εκτίθεται στον άνεμο
- ※ Ἀλλ’ ἐὰν βλέπῃς ἐν ἐμοὶ πολέμιον / γόνον ὑπόπτου τῷ πατρί σου σου γενεᾶς / καὶ μισουμένης, μ’ ἔχεις εἰς τὰς χεῖράς σου· / διάθες τὴν ζωήν μου· ἀνεμόπληκτος, / εἰς τρικυμίας μέχρι τοῦδ’ ἐφέρετο. (Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Δούκας. books.google.gr)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανεμόπληκτος
→ δείτε τη λέξη ανεμόδαρτος |