Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεμόπληκτος η ανεμόπληκτη το ανεμόπληκτο
      γενική του ανεμόπληκτου της ανεμόπληκτης του ανεμόπληκτου
    αιτιατική τον ανεμόπληκτο την ανεμόπληκτη το ανεμόπληκτο
     κλητική ανεμόπληκτε ανεμόπληκτη ανεμόπληκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεμόπληκτοι οι ανεμόπληκτες τα ανεμόπληκτα
      γενική των ανεμόπληκτων των ανεμόπληκτων των ανεμόπληκτων
    αιτιατική τους ανεμόπληκτους τις ανεμόπληκτες τα ανεμόπληκτα
     κλητική ανεμόπληκτοι ανεμόπληκτες ανεμόπληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμόπληκτος < ανεμό- + -πληκτος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.neˈmo.pli.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μό‐πλη‐κτος

  Επίθετο επεξεργασία

ανεμόπληκτος -η -ο

  • που εκτίθεται στον άνεμο
    ※  Ἀλλ’ ἐὰν βλέπῃς ἐν ἐμοὶ πολέμιον / γόνον ὑπόπτου τῷ πατρί σου σου γενεᾶς / καὶ μισουμένης, μ’ ἔχεις εἰς τὰς χεῖράς σου· / διάθες τὴν ζωήν μου· ἀνεμόπληκτος, / εἰς τρικυμίας μέχρι τοῦδ’ ἐφέρετο. (Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Δούκας. books.google.gr)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία