ανεμομίκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ne.moˈmi.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐μί‐κτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανεμομίκτης αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεμομίκτης
|
ανεμομίκτης αρσενικό
|