Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεμικός η ανεμική το ανεμικό
      γενική του ανεμικού της ανεμικής του ανεμικού
    αιτιατική τον ανεμικό την ανεμική το ανεμικό
     κλητική ανεμικέ ανεμική ανεμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεμικοί οι ανεμικές τα ανεμικά
      γενική των ανεμικών των ανεμικών των ανεμικών
    αιτιατική τους ανεμικούς τις ανεμικές τα ανεμικά
     κλητική ανεμικοί ανεμικές ανεμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμικός < άνεμ(ος) + -ικός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ne.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ανεμικός -η -ο

  1. ανεμώδης
  2. εσφαλμένη γραφή του αναιμικός
  3. ασθενής, χωρίς ζωηράδα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ανεμικόςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας