ανεμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανεμικός | η | ανεμική | το | ανεμικό |
γενική | του | ανεμικού | της | ανεμικής | του | ανεμικού |
αιτιατική | τον | ανεμικό | την | ανεμική | το | ανεμικό |
κλητική | ανεμικέ | ανεμική | ανεμικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανεμικοί | οι | ανεμικές | τα | ανεμικά |
γενική | των | ανεμικών | των | ανεμικών | των | ανεμικών |
αιτιατική | τους | ανεμικούς | τις | ανεμικές | τα | ανεμικά |
κλητική | ανεμικοί | ανεμικές | ανεμικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ne.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
ανεμικός -η -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
με δυνατό άνεμο
→ δείτε τη λέξη ανεμώδης |
σχετικός ή με την αναιμία
→ δείτε τη λέξη αναιμικός |
χωρίς ζωηράδα
→ δείτε τη λέξη ασθενής |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανεμικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας