Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανεμόμυλος οι ανεμόμυλοι
      γενική του ανεμόμυλου των ανεμόμυλων
    αιτιατική τον ανεμόμυλο τους ανεμόμυλους
     κλητική ανεμόμυλε ανεμόμυλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ανεμόμυλος στο Γέρας της Λέσβου.
 
Παιδικός ανεμόμυλος.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμόμυλος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνεμόμυλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανεμό- + μύλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.neˈmo.mi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μό‐μυ‐λος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεμόμυλος αρσενικό

  1. μύλος που γυρίζει με τη δύναμη του ανέμου
    Ο ήρωας του Θερβάντες, ο Δον Κιχώτης, έδωσε μάχη με τους ανεμόμυλους, που τους έβλεπε στη φαντασία του σαν γίγαντες.
    ※ Ὁ δρόμος ἐξηκολούθει καταβαίνων ἀνὰ μέσον των εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ χωρίου ἀγρῶν καὶ ἀμπελώνων, ἔπειτα ἀνέβαινε πάλιν, διασχίζων πυκνὸν ἐλαιῶνα, μέχρι τῆς κορυφῆς τοῦ ἀπέναντι λόφου, ὅπου τρεῖς ἀνεμόμυλοι ἐπερίμενον πνοὴν ἀέρος νὰ κινήση τοὺς ἤδη ἀργοὺς ἰστιοφόρους τροχούς των. (Δημήτριος Βικέλας, Ο Παππα Νάρκισσος, 1887)
  2. χάρτινος ή πλαστικός παιδικός ανεμόμυλος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία