ανεμοκαύκαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ne.moˈkaf.ka.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐καύ‐κα‐λος
Επίθετο
επεξεργασίαανεμοκαύκαλος
- ελαφρόμυαλος[1]
- ※ ο ανεμοκαύκαλος λαός πηδάει και χαίρεται θαρρώντας / πως ο βαρύς Θεός συνάκουσε το κάλεσμα του ανθρώπου (Νίκος Καζαντζάκης, Οδύσσεια)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεμοκαύκαλος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανεμοκαύκαλος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας