ανεμώνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανεμώνα | οι | ανεμώνες |
γενική | της | ανεμώνας | — | |
αιτιατική | την | ανεμώνα | τις | ανεμώνες |
κλητική | ανεμώνα | ανεμώνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανεμώνα < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἀνεμών(η) με μεταπλασμό + κατάληξη θηλυκού -α[1] Δείτε και ανεμώνη.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανεμώνα θηλυκό
- (λουλούδι) άλλη μορφή του ανεμώνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεμώνα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανεμώνη, ανεμώνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας