Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεμώνα οι ανεμώνες
      γενική της ανεμώνας
    αιτιατική την ανεμώνα τις ανεμώνες
     κλητική ανεμώνα ανεμώνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμώνα < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἀνεμών(η) με μεταπλασμό  + κατάληξη θηλυκού [1] Δείτε και ανεμώνη.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεμώνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία