ανεμώνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανεμώνη | οι | ανεμώνες |
γενική | της | ανεμώνης | — | |
αιτιατική | την | ανεμώνη | τις | ανεμώνες |
κλητική | ανεμώνη | ανεμώνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανεμώνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνεμώνη. Δείτε και ανεμώνα[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανεμώνη θηλυκό
- (λουλούδι) αγγειόσπερμο δικοτυλήδονο ποώδες φυτό με όμορφα άνθη, της οικογένειας των Bατραχιοειδών της τάξης των Bατραχιωδών
- (ζώο) θαλάσσια ανεμώνη: θαλάσσιο είδος πολύποδα με κυλινδρικό σώμα, που το σχήμα του μοιάζει με λουλούδι
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ανεμώνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία θαλάσσιος πολύποδας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανεμώνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας