πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεμώνη οι ανεμώνες
      γενική της ανεμώνης
    αιτιατική την ανεμώνη τις ανεμώνες
     κλητική ανεμώνη ανεμώνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αγρός με ανεμώνες.
Διάφορα είδη θαλάσσιων ανεμώνων

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανεμώνη θηλυκό

  1. (λουλούδι) αγγειόσπερμο δικοτυλήδονο ποώδες φυτό με όμορφα άνθη, της οικογένειας των Bατραχιοειδών της τάξης των Bατραχιωδών
  2. (ζώο) θαλάσσια ανεμώνη: θαλάσσιο είδος πολύποδα με κυλινδρικό σώμα, που το σχήμα του μοιάζει με λουλούδι

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία