Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεμοτάραχτος η ανεμοτάραχτη το ανεμοτάραχτο
      γενική του ανεμοτάραχτου της ανεμοτάραχτης του ανεμοτάραχτου
    αιτιατική τον ανεμοτάραχτο την ανεμοτάραχτη το ανεμοτάραχτο
     κλητική ανεμοτάραχτε ανεμοτάραχτη ανεμοτάραχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεμοτάραχτοι οι ανεμοτάραχτες τα ανεμοτάραχτα
      γενική των ανεμοτάραχτων των ανεμοτάραχτων των ανεμοτάραχτων
    αιτιατική τους ανεμοτάραχτους τις ανεμοτάραχτες τα ανεμοτάραχτα
     κλητική ανεμοτάραχτοι ανεμοτάραχτες ανεμοτάραχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμοτάραχτος < ανεμο- + ταραχ(ή) + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ne.moˈta.ɾa.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μο‐τά‐ρα‐χτος

  Επίθετο επεξεργασία

ανεμοτάραχτος -η -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά [Νέα έκδοση συμπληρωμένη από τα κατάλοιπα του συγγραφέα· πρόλογος: Αλκηστις Σουλογιάννη· εισαγωγή: Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου] (Αθήνα: ΕΛΙΑ, 1989, ISBN 960-201-087-8), σ. 82.