ανεμοδουλειά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανεμοδουλειά | οι | ανεμοδουλειές |
γενική | της | ανεμοδουλειάς | των | ανεμοδουλειών |
αιτιατική | την | ανεμοδουλειά | τις | ανεμοδουλειές |
κλητική | ανεμοδουλειά | ανεμοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ne.mo.ðuˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐δου‐λειά
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανεμοδουλειά θηλυκό
- αχρείαστη ή ματαιόδοξη δουλειά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεμοδουλειά
|