Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανεμομάζεμα τα ανεμομαζέματα
      γενική του ανεμομαζέματος των ανεμομαζεμάτων
    αιτιατική το ανεμομάζεμα τα ανεμομαζέματα
     κλητική ανεμομάζεμα ανεμομαζέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμομάζεμα < ανεμομάζωμα με μάζεμα (ανεμο- + μάζεμα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ne.moˈma.ze.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μο‐μά‐ζε‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεμομάζεμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)