ανεμομιλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανεμομιλιά | οι | ανεμομιλιές |
γενική | της | ανεμομιλιάς | των | ανεμομιλιών |
αιτιατική | την | ανεμομιλιά | τις | ανεμομιλιές |
κλητική | ανεμομιλιά | ανεμομιλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεμομιλιά < ανεμομιλ(ώ) + -ιά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ne.mo.miˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐μι‐λιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανεμομιλιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεμομιλιά
|