↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανεμοφράκτης οι ανεμοφράκτες
      γενική του ανεμοφράκτη των ανεμοφρακτών
    αιτιατική τον ανεμοφράκτη τους ανεμοφράκτες
     κλητική ανεμοφράκτη ανεμοφράκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεμοφράκτης < ανεμο- + φράκτης[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ne.moˈfɾa.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μο‐φρά‐κτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανεμοφράκτης ουδέτερο

  1. φράκτης προστασίας από τον άνεμο
  2. (ειδικότερα) πόρτα που διαθέτει τέσσερα ή πέντε φύλλα κυκλικά σε άξονα που περιστρέφεται

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία