Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανεμοκυκλοπόδης οι ανεμοκυκλοπόδηδες
      γενική του ανεμοκυκλοπόδη των ανεμοκυκλοπόδηδων
    αιτιατική τον ανεμοκυκλοπόδη τους ανεμοκυκλοπόδηδες
     κλητική ανεμοκυκλοπόδη ανεμοκυκλοπόδηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμοκυκλοπόδης < ανεμόκυκλ(ος) + -ο- + πόδ(ι) + -ης[1] → δείτε και τις λέξεις άνεμος και κύκλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ne.mo.ci.kloˈpo.dis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μο‐κυ‐κλο‐πό‐δης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεμοκυκλοπόδης αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ανεμοκυκλοπόδηςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας