γοργοπόδαρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γοργοπόδαρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γοργοπόδαρος. Μορφολογικά αναλύεται σε γοργο- + -πόδαρος [1]
Επίθετο
επεξεργασίαγοργοπόδαρος, -η, -ο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γοργοπόδαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- γοργοπόδαρος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].