ανεμοσυρμή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ne.mo.siɾˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐συρ‐μή
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανεμοσυρμή θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεμοσυρμή
|