ανιμισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανιμισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική animisme < λατινική anima < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enh₁- (αναπνοή) + -isme (-ισμός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανιμισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) θεωρία που θεωρεί πως η ψυχή, το πνεύμα, είναι η βάση και η αρχή της ζωής
- (θρησκεία) πρωτόγονη πίστη στην ύπαρξη ψυχής σε μορφή και εκδήλωση του φυσικού κόσμου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ανιμισμός στη Βικιπαίδεια