Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανιμιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανιμιστικ
ός
η
ανιμιστικ
ή
το
ανιμιστικ
ό
γενική
του
ανιμιστικ
ού
της
ανιμιστικ
ής
του
ανιμιστικ
ού
αιτιατική
τον
ανιμιστικ
ό
την
ανιμιστικ
ή
το
ανιμιστικ
ό
κλητική
ανιμιστικ
έ
ανιμιστικ
ή
ανιμιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανιμιστικ
οί
οι
ανιμιστικ
ές
τα
ανιμιστικ
ά
γενική
των
ανιμιστικ
ών
των
ανιμιστικ
ών
των
ανιμιστικ
ών
αιτιατική
τους
ανιμιστικ
ούς
τις
ανιμιστικ
ές
τα
ανιμιστικ
ά
κλητική
ανιμιστικ
οί
ανιμιστικ
ές
ανιμιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανιμιστικός
<
ανιμιστής
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ανιμιστικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με τον
ανιμισμό
, ανήκει σ’ αυτόν ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ανιμισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανιμιστικός
αγγλικά
:
animistic
(en)