Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτόγονος η πρωτόγονη το πρωτόγονο
      γενική του πρωτόγονου της πρωτόγονης του πρωτόγονου
    αιτιατική τον πρωτόγονο την πρωτόγονη το πρωτόγονο
     κλητική πρωτόγονε πρωτόγονη πρωτόγονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτόγονοι οι πρωτόγονες τα πρωτόγονα
      γενική των πρωτόγονων των πρωτόγονων των πρωτόγονων
    αιτιατική τους πρωτόγονους τις πρωτόγονες τα πρωτόγονα
     κλητική πρωτόγονοι πρωτόγονες πρωτόγονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πρωτόγονος < αρχαία ελληνική πρωτόγονος < πρῶτος + γόνος)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾoˈto.ɣo.nos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /pɾoˈto.ɣo.ni/ θηλυκό
ΔΦΑ : /pɾoˈto.ɣo.no/ ουδέτερο

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

πρωτόγονος, -η, -ο

  1. που βρίσκεται σε ένα πρώιμο στάδιο ανάπτυξης
    • το πρωτόγονο έχει την δυναμική της προοπτικής
  2. που δεν επηρεάζεται από τον πολιτισμό
  3. (μειωτικό) που δε συμβαδίζει με τον πολιτισμό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία