πρωτόγονος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρωτόγονος < αρχαία ελληνική πρωτόγονος < πρῶτος + γόνος)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈto.ɣo.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /pɾoˈto.ɣo.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /pɾoˈto.ɣo.no/ ουδέτερο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πρωτόγονος, -η, -ο
- που βρίσκεται σε ένα πρώιμο στάδιο ανάπτυξης
- το πρωτόγονο έχει την δυναμική της προοπτικής
- που δεν επηρεάζεται από τον πολιτισμό
- (μειωτικό) που δε συμβαδίζει με τον πολιτισμό