Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχοκρατία οι ψυχοκρατίες
      γενική της ψυχοκρατίας των ψυχοκρατιών
    αιτιατική την ψυχοκρατία τις ψυχοκρατίες
     κλητική ψυχοκρατία ψυχοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοκρατία < ψυχή + -ο- + -κρατία ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Animismus < λατινικά anima: ψυχή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψυχοκρατία θηλυκό

  1. (λαογραφία) δοξασία που υποστηρίζει πως ακόμα και τα άψυχα αντικείμενα ή φυσικά φαινόμενα ενέχουν μια υπερφυσική δύναμη, έχουν κατά κάποιο τρόπο ψυχή
     συνώνυμα: ανιμισμός, ψυχολατρία
  2. (φιλοσοφία) θεωρία που υποστηρίζει πως η ψυχή είναι η πηγή και η αρχή κάθε ζωντανού όντος
     συνώνυμα: ανιματισμός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία