Δείτε επίσης: κάλλος, καλός, καλώς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάλος οι κάλοι
      γενική του κάλου των κάλων
    αιτιατική τον κάλο τους κάλους
     κλητική κάλε κάλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάλος < (άμεσο δάνειο) ιταλική callo + < λατινική callum

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈka.los/
ομόηχο: κάλλος
τονικά παρώνυμα: καλός, καλώς
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐λος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάλος αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • πατάω τον κάλο: θίγω ευαίσθητο συναισθηματικά σημείο
  • έχω κάλο (στο μυαλό, στον εγκέφαλο): είμαι παράλογος ή ανισόρροπος

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία