τέλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τέλι | τα | τέλια |
γενική | του | τελιού | των | τελιών |
αιτιατική | το | τέλι | τα | τέλια |
κλητική | τέλι | τέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τέλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tel < οθωμανική τουρκική تل < αρμενική թել (tʿel: νήμα, κλωστή)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τέλι ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τέλι
|