stoel
Αφρικάανς (af) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
stoel (af)
- η καρέκλα
Ολλανδικά (nl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
stoel (nl) κοινό
- η καρέκλα
Δυτικά φριζικά (fy) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
stoel (fy)
- η καρέκλα