σκαμνί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκαμνί | τα | σκαμνιά |
γενική | του | σκαμνιού | των | σκαμνιών |
αιτιατική | το | σκαμνί | τα | σκαμνιά |
κλητική | σκαμνί | σκαμνιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκαμνί < μεσαιωνική ελληνική σκαμνί(ον) < ελληνιστική κοινή σκάμνον < λατινική scamnum
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκαμνί ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- καθίζω κάποιον στο σκαμνί: μηνύω, καταγγέλλω κάποιον, τον στέλνω στο δικαστήριο
- κάθομαι στο σκαμνί: λογοδοτώ