δίεδρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίεδρος | η | δίεδρη | το | δίεδρο |
γενική | του | δίεδρου | της | δίεδρης | του | δίεδρου |
αιτιατική | τον | δίεδρο | τη | δίεδρη | το | δίεδρο |
κλητική | δίεδρε | δίεδρη | δίεδρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίεδροι | οι | δίεδρες | τα | δίεδρα |
γενική | των | δίεδρων | των | δίεδρων | των | δίεδρων |
αιτιατική | τους | δίεδρους | τις | δίεδρες | τα | δίεδρα |
κλητική | δίεδροι | δίεδρες | δίεδρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίεδρος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dièdre < αρχαία ελληνική δι- + ἕδρα
Επίθετο
επεξεργασίαδίεδρος