ἔφεδρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἔφεδρος | τὸ ἔφεδρον | οἱ, αἱ ἔφεδροι | τὰ ἔφεδρα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐφέδρου | τοῦ ἐφέδρου | τῶν ἐφέδρων | τῶν ἐφέδρων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐφέδρῳ | τῷ ἐφέδρῳ | τοῖς, ταῖς ἐφέδροις | τοῖς ἐφέδροις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἔφεδρον | τὸ ἔφεδρον | τοὺς, τὰς ἐφέδρους | τὰ ἔφεδρα |
Κλητική | ἔφεδρε | ἔφεδρον | ἔφεδροι | ἔφεδρα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐφέδρω | |||
Γενική-Δοτική | ἐφέδροιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἔφεδρος, -ος, -ον
- αυτός που κάθεται πάνω σε κάτι (π.χ. πάνω σε άρμα)
- αυτός που κάθεται κοντά σε κάτι, παρακαθήμενος
- αυτός που παραφυλάει, που ενεδρεύει, που παραμονεύει
- αυτός που βρίσκεται σε εφεδρεία
- διάδοχος, εκδικητής
- αντικαταστάτης
- επίτακτος