Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐφεδρεύω < ἔφεδρος < ἐπι- + ἕδρα

ἐφεδρεύω

  1. κάθομαι πάνω σε κάτι ή κάποιον
    ὦ νὺξ μέλαινα, χρυσέων ἄστρων τροφέ,ἐν ᾗ τόδ᾽ ἄγγος τῷδ᾽ ἐφεδρεῦον κάρᾳ (Εὐριπίδης, Ἡλέκτρα, 55-56)
  2. στηρίζομαι
  3. παραμονεύω, επιτηρώ, καιροφυλακτώ
  4. επιβουλεύομαι
  5. παραμένω, σταματώ
  6. είμαι έφεδρος