Δείτε επίσης: ἔφεδρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο έφεδρος οι έφεδροι
      γενική του εφέδρου
έφεδρου
των εφέδρων
    αιτιατική τον έφεδρο τους εφέδρους
έφεδρους
     κλητική έφεδρε έφεδροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έφεδρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔφεδρος (τοποθετημένος για ενίσχυση) < ἐπί έφ-) + -εδρος (ἕδρ(α))

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.fe.ðɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐φε‐δρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έφεδρος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία