Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επίτακτος η επίτακτη το επίτακτο
      γενική του επίτακτου της επίτακτης του επίτακτου
    αιτιατική τον επίτακτο την επίτακτη το επίτακτο
     κλητική επίτακτε επίτακτη επίτακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επίτακτοι οι επίτακτες τα επίτακτα
      γενική των επίτακτων των επίτακτων των επίτακτων
    αιτιατική τους επίτακτους τις επίτακτες τα επίτακτα
     κλητική επίτακτοι επίτακτες επίτακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίτακτος < αρχαία ελληνική ἐπίτακτος

  Επίθετο επεξεργασία

επίτακτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία