επιταγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιταγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου επιτάσσω
Μετοχή
επεξεργασίαεπιταγμένος, -η, -ο
- που έχει επιταχθεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιταγμένος
επιταγμένος, -η, -ο