πάρεδρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πάρεδρος | οι | πάρεδροι |
γενική | του/της του |
παρέδρου πάρεδρου |
των | παρέδρων |
αιτιατική | τον/την | πάρεδρο | τους/τις τους |
παρέδρους πάρεδρους |
κλητική | πάρεδρε | πάρεδροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάρεδρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάρεδρος < (παρά) πάρ- + ἕδρ(α) + -ος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική assesseur[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpa.ɾe.ðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐ρε‐δρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάρεδρος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που κάθεται δίπλα στη θέση κάποιου άλλου
- ο αναπληρωτής, ο έκτακτος δημόσιος υπάλληλος
- (νομικός όρος) ο δικαστικός βαθμός αμέσως κατώτερος του πρωτοδίκη στην κλίμακα του σώματος των διοικητικών δικαστηρίων
- (νομικός όρος) ο δικαστικός βαθμός αμέσως κατώτερος του συμβούλου στην κλίμακα του σώματος των ανώτατων δικαστηρίων
Μεταφράσεις
επεξεργασία πάρεδρος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πάρεδρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πάρεδρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάρεδρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.