πάρεδρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πάρεδρος | οι | πάρεδροι |
γενική | του/της του |
παρέδρου πάρεδρου |
των | παρέδρων |
αιτιατική | τον/την | πάρεδρο | τους/τις τους |
παρέδρους πάρεδρους |
κλητική | πάρεδρε | πάρεδροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πάρεδρος < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πάρεδρος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που κάθεται δίπλα στη θέση κάποιου άλλου
- ο αναπληρωτής, ο έκτακτος δημόσιος υπάλληλος
- (νομικός όρος) ο δικαστικός βαθμός αμέσως κατώτερος του πρωτοδίκη στην κλίμακα του σώματος των διοικητικών δικαστηρίων
- (νομικός όρος) ο δικαστικός βαθμός αμέσως κατώτερος του συμβούλου στην κλίμακα του σώματος των ανώτατων δικαστηρίων
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πάρεδρος