↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεφουσκωμένος η ξεφουσκωμένη το ξεφουσκωμένο
      γενική του ξεφουσκωμένου της ξεφουσκωμένης του ξεφουσκωμένου
    αιτιατική τον ξεφουσκωμένο την ξεφουσκωμένη το ξεφουσκωμένο
     κλητική ξεφουσκωμένε ξεφουσκωμένη ξεφουσκωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεφουσκωμένοι οι ξεφουσκωμένες τα ξεφουσκωμένα
      γενική των ξεφουσκωμένων των ξεφουσκωμένων των ξεφουσκωμένων
    αιτιατική τους ξεφουσκωμένους τις ξεφουσκωμένες τα ξεφουσκωμένα
     κλητική ξεφουσκωμένοι ξεφουσκωμένες ξεφουσκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεφουσκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεφουσκώνω

ξεφουσκωμένος, -η, -ο

  1. ο ξεφούσκωτος
  2. → δείτε τη λέξη ξεφουσκώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία