↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεφούσκωτος η ξεφούσκωτη το ξεφούσκωτο
      γενική του ξεφούσκωτου της ξεφούσκωτης του ξεφούσκωτου
    αιτιατική τον ξεφούσκωτο την ξεφούσκωτη το ξεφούσκωτο
     κλητική ξεφούσκωτε ξεφούσκωτη ξεφούσκωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεφούσκωτοι οι ξεφούσκωτες τα ξεφούσκωτα
      γενική των ξεφούσκωτων των ξεφούσκωτων των ξεφούσκωτων
    αιτιατική τους ξεφούσκωτους τις ξεφούσκωτες τα ξεφούσκωτα
     κλητική ξεφούσκωτοι ξεφούσκωτες ξεφούσκωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεφούσκωτος < ξεφουσκώνω

  Επίθετο

επεξεργασία

ξεφούσκωτος

  • ο ξεφουσκωμένος, που έχει χάσει τον αέρα που περιείχε (για αντικείμενα που φουσκώνουν)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία