ξεφούσκωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεφούσκωτος < ξεφουσκώνω
Επίθετο
επεξεργασίαξεφούσκωτος
- ο ξεφουσκωμένος, που έχει χάσει τον αέρα που περιείχε (για αντικείμενα που φουσκώνουν)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεφούσκωτος
|