υπερφουσκώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαυπερφουσκώνω (νεολογισμός) < υπερ- + φουσκώνω. Πιθανόν, λόγια επίδραση στο παραφουσκώνω με παρα- (πάρα) > υπέρ. (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.peɾ.fuˈsko.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐φου‐σκώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαυπερφουσκώνω, παθ.φωνή: υπερφουσκώνομαι, μτχ.π.π.: υπερφουσκωμένος
- (μεταβατικό) φουσκώνω, διογκώνω σε πολύ μεγάλο βαθμό
- ※ βύω, μέλ. βύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἔβῡσα — Παθ. αόρ. αʹ ἐβύσθην, παρακ. βέβυσμαι, φουσκώνω, στουπώνω, φράζω. 1. με γεν. πράγμ., υπερχειλίζω, υπερφουσκώνω· (Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007 [1])
- ※ Τιμολογούμε τα αυτοκίνητα βάσει της πραγματικής τους αξίας, το κόστος διαχείρισής τους και του μικρού περιθώριου κέρδους μας, όχι έχοντας υπόψιν τυχόν διαπραγμάτευση ώστε να υπερφουσκώνουμε τις τιμές (γυρίζοντας ταυτόχρονα τα χιλιόμετρα) και όποιος τσιμπήσει
- Συχνές Ερωτήσεις, Αγοράζω αυτοκίνητο, spotawheel.gr, [2], ανάκτηση 7/9/2019
- (συχνότερα αμετάβατο) φουσκώνω, διογκώνομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό
- ※ Η ειδική κατασκευή αυτού του στρώματος επιτρέπει επίσης όλη την πίεση να υπερφουσκώνει και ταυτόχρονα να αποκολλά έναν ή περισσότερους κυλίνδρους στα πιό επικίνδυνα σημεία της επιφάνειας κατάκλισης
- Στρώμα από φίμπρα σιλικόνης 20.12. [3], ανάκτηση 7/9/2019
- ※ ενώ μειώνεται η ικανότητα του πνεύμονα να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει ανταλλάσσοντας καθε φορά αέρα με το περιβάλλον, μια λειτουργία που είναι πρωταρχική. Έτσι ο πνεύμονας υπερφουσκώνει (υπερδιατείνεται) χωρίς να μπορεί να βγάζει εύκολα τον αέρα έξω
- Βροχοσκοπική απομείωση πνευμονικού όγκου στην ΧΑΠ με ελάσματα και βαλβίδες [4], ανάκτηση 7/9/2019
- ※ Η ειδική κατασκευή αυτού του στρώματος επιτρέπει επίσης όλη την πίεση να υπερφουσκώνει και ταυτόχρονα να αποκολλά έναν ή περισσότερους κυλίνδρους στα πιό επικίνδυνα σημεία της επιφάνειας κατάκλισης
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερφουσκώνω | υπερφούσκωνα | θα υπερφουσκώνω | να υπερφουσκώνω | υπερφουσκώνοντας | |
β' ενικ. | υπερφουσκώνεις | υπερφούσκωνες | θα υπερφουσκώνεις | να υπερφουσκώνεις | υπερφούσκωνε | |
γ' ενικ. | υπερφουσκώνει | υπερφούσκωνε | θα υπερφουσκώνει | να υπερφουσκώνει | ||
α' πληθ. | υπερφουσκώνουμε | υπερφουσκώναμε | θα υπερφουσκώνουμε | να υπερφουσκώνουμε | ||
β' πληθ. | υπερφουσκώνετε | υπερφουσκώνατε | θα υπερφουσκώνετε | να υπερφουσκώνετε | υπερφουσκώνετε | |
γ' πληθ. | υπερφουσκώνουν(ε) | υπερφούσκωναν υπερφουσκώναν(ε) |
θα υπερφουσκώνουν(ε) | να υπερφουσκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερφούσκωσα | θα υπερφουσκώσω | να υπερφουσκώσω | υπερφουσκώσει | ||
β' ενικ. | υπερφούσκωσες | θα υπερφουσκώσεις | να υπερφουσκώσεις | υπερφούσκωσε | ||
γ' ενικ. | υπερφούσκωσε | θα υπερφουσκώσει | να υπερφουσκώσει | |||
α' πληθ. | υπερφουσκώσαμε | θα υπερφουσκώσουμε | να υπερφουσκώσουμε | |||
β' πληθ. | υπερφουσκώσατε | θα υπερφουσκώσετε | να υπερφουσκώσετε | υπερφουσκώστε | ||
γ' πληθ. | υπερφούσκωσαν υπερφουσκώσαν(ε) |
θα υπερφουσκώσουν(ε) | να υπερφουσκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπερφουσκώσει | είχα υπερφουσκώσει | θα έχω υπερφουσκώσει | να έχω υπερφουσκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπερφουσκώσει | είχες υπερφουσκώσει | θα έχεις υπερφουσκώσει | να έχεις υπερφουσκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπερφουσκώσει | είχε υπερφουσκώσει | θα έχει υπερφουσκώσει | να έχει υπερφουσκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερφουσκώσει | είχαμε υπερφουσκώσει | θα έχουμε υπερφουσκώσει | να έχουμε υπερφουσκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπερφουσκώσει | είχατε υπερφουσκώσει | θα έχετε υπερφουσκώσει | να έχετε υπερφουσκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερφουσκώσει | είχαν υπερφουσκώσει | θα έχουν υπερφουσκώσει | να έχουν υπερφουσκώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερφουσκώνομαι | υπερφουσκωνόμουν(α) | θα υπερφουσκώνομαι | να υπερφουσκώνομαι | ||
β' ενικ. | υπερφουσκώνεσαι | υπερφουσκωνόσουν(α) | θα υπερφουσκώνεσαι | να υπερφουσκώνεσαι | ||
γ' ενικ. | υπερφουσκώνεται | υπερφουσκωνόταν(ε) | θα υπερφουσκώνεται | να υπερφουσκώνεται | ||
α' πληθ. | υπερφουσκωνόμαστε | υπερφουσκωνόμαστε υπερφουσκωνόμασταν |
θα υπερφουσκωνόμαστε | να υπερφουσκωνόμαστε | ||
β' πληθ. | υπερφουσκώνεστε | υπερφουσκωνόσαστε υπερφουσκωνόσασταν |
θα υπερφουσκώνεστε | να υπερφουσκώνεστε | (υπερφουσκώνεστε) | |
γ' πληθ. | υπερφουσκώνονται | υπερφουσκώνονταν υπερφουσκωνόντουσαν |
θα υπερφουσκώνονται | να υπερφουσκώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερφουσκώθηκα | θα υπερφουσκωθώ | να υπερφουσκωθώ | υπερφουσκωθεί | ||
β' ενικ. | υπερφουσκώθηκες | θα υπερφουσκωθείς | να υπερφουσκωθείς | υπερφουσκώσου | ||
γ' ενικ. | υπερφουσκώθηκε | θα υπερφουσκωθεί | να υπερφουσκωθεί | |||
α' πληθ. | υπερφουσκωθήκαμε | θα υπερφουσκωθούμε | να υπερφουσκωθούμε | |||
β' πληθ. | υπερφουσκωθήκατε | θα υπερφουσκωθείτε | να υπερφουσκωθείτε | υπερφουσκωθείτε | ||
γ' πληθ. | υπερφουσκώθηκαν υπερφουσκωθήκαν(ε) |
θα υπερφουσκωθούν(ε) | να υπερφουσκωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υπερφουσκωθεί | είχα υπερφουσκωθεί | θα έχω υπερφουσκωθεί | να έχω υπερφουσκωθεί | υπερφουσκωμένος | |
β' ενικ. | έχεις υπερφουσκωθεί | είχες υπερφουσκωθεί | θα έχεις υπερφουσκωθεί | να έχεις υπερφουσκωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει υπερφουσκωθεί | είχε υπερφουσκωθεί | θα έχει υπερφουσκωθεί | να έχει υπερφουσκωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερφουσκωθεί | είχαμε υπερφουσκωθεί | θα έχουμε υπερφουσκωθεί | να έχουμε υπερφουσκωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε υπερφουσκωθεί | είχατε υπερφουσκωθεί | θα έχετε υπερφουσκωθεί | να έχετε υπερφουσκωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερφουσκωθεί | είχαν υπερφουσκωθεί | θα έχουν υπερφουσκωθεί | να έχουν υπερφουσκωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υπερφουσκωμένος - είμαστε, είστε, είναι υπερφουσκωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υπερφουσκωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υπερφουσκωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υπερφουσκωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υπερφουσκωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υπερφουσκωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υπερφουσκωμένοι |
Πηγές
επεξεργασία- «γλώσσα» στο λήμμα βύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012