balloon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
balloon | balloons |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαballoon (en)
- το μπαλόνι, η φούσκα, σφαίρα από λεπτό, ελαφρό και ελαστικό υλικό που τη φουσκώνουν με αέρα ή με αέριο
- ⮡ The balloon inflates/bursts.
- Φουσκώνει/σπάει το μπαλόνι.
- ⮡ As the ceremony began, thousands of multi-colored balloons began rising towards the sky.
- Με την έναρξη της τελετής χιλιάδες πολύχρωμες φούσκες άρχισαν να ανεβαίνουν προς τον ουρανό.
- ⮡ The balloon inflates/bursts.
- το αερόστατο