ενικός         πληθυντικός  
balloon balloons

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

balloon (en)

  1. το μπαλόνι, η φούσκα, σφαίρα από λεπτό, ελαφρό και ελαστικό υλικό που τη φουσκώνουν με αέρα ή με αέριο
    ⮡  The balloon inflates/bursts.
    Φουσκώνει/σπάει το μπαλόνι.
    ⮡  As the ceremony began, thousands of multi-colored balloons began rising towards the sky.
    Με την έναρξη της τελετής χιλιάδες πολύχρωμες φούσκες άρχισαν να ανεβαίνουν προς τον ουρανό.
  2. το αερόστατο
     συνώνυμα: hot-air balloon