μπαλόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαλόνι | τα | μπαλόνια |
γενική | του | μπαλονιού | των | μπαλονιών |
αιτιατική | το | μπαλόνι | τα | μπαλόνια |
κλητική | μπαλόνι | μπαλόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπαλόνι < δάνειο, είτε από τη γαλλική ballon, [1][2] είτε από διάλεκτο ιταλική ballon(e) + -ι [3] (το παιχνίδι στα ιταλικά: palloncino)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /baˈlo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐λό‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαλόνι ουδέτερο
- ελαστικός και διάφανος (συνήθως) σάκος, διαφόρων μεγεθών και χρωμάτων, που γεμίζει με αέρα ή αέριο και αποκτά διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται στη διακόσμηση και αρέσει πολύ στα παιδιά
- καθετί που μοιάζει να έχει φουσκώσει
- το αερόστατο [4]
Εκφράσεις
επεξεργασία- με κάνει μπαλόνι (μου τη δίνει)
- τον κάνω μπαλόνι στο ξύλο → δείτε την έκφραση: σπάω στο ξύλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διακοσμητικό μπαλόνι
|
αερόστατο
→ δείτε τη λέξη αερόστατο |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μπαλόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)