Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ballon ballons

ballon (fr) αρσενικό

  1. το μπαλόνι
  2. το αερόστατο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ballon (nl)