Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουσκωτό τα φουσκωτά
      γενική του φουσκωτού των φουσκωτών
    αιτιατική το φουσκωτό τα φουσκωτά
     κλητική φουσκωτό φουσκωτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουσκωτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του φουσκωτός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fu.skoˈto/
 
μεταφέροντας ένα φουσκωτό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουσκωτό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φουσκωτό