pneumatique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pnø.ma.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pneumatique | pneumatiques |
pneumatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pneumatique | pneumatiques |
pneumatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό