φουσκωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φουσκωτός < φουσκώ(νω) + -τος [1]
- για τα ουσιαστικά < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου φουσκωτός, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φουσκωτός
Επίθετο
επεξεργασίαφουσκωτός, -ή, -ό
- που τον έχουν φουσκώσει
- ⮡ φουσκωτή βάρκα, φουσκωτή κούκλα
- (ουσιαστικοποιημένο)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφουσκωτός αρσενικό, (αργκό)
- σωματώδης και καλογυμνασμένος άντρας, συνήθως κάποιος που έχει κάνει body building
- ο μπράβος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φουσκωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας