↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φουσκωτός η φουσκωτή το φουσκωτό
      γενική του φουσκωτού της φουσκωτής του φουσκωτού
    αιτιατική τον φουσκωτό τη φουσκωτή το φουσκωτό
     κλητική φουσκωτέ φουσκωτή φουσκωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φουσκωτοί οι φουσκωτές τα φουσκωτά
      γενική των φουσκωτών των φουσκωτών των φουσκωτών
    αιτιατική τους φουσκωτούς τις φουσκωτές τα φουσκωτά
     κλητική φουσκωτοί φουσκωτές φουσκωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φουσκωτός < φουσκώ(νω) + -τος [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

φουσκωτός, -ή, -ό

  1. που τον έχουν φουσκώσει
    ⮡  φουσκωτή βάρκα, φουσκωτή κούκλα
  2. (ουσιαστικοποιημένο)
    1. (αρσενικό) → δείτε  φουσκωτός
    2. (ουδέτερο) → δείτε τη λέξη φουσκωτό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φουσκωτός αρσενικό, (αργκό)

  1. σωματώδης και καλογυμνασμένος άντρας, συνήθως κάποιος που έχει κάνει body building
  2. ο μπράβος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία