Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φουσκωμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Συγγενικά
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
φουσκωμ
ός
οι
φουσκωμ
οί
γενική
του
φουσκωμ
ού
των
φουσκωμ
ών
αιτιατική
τον
φουσκωμ
ό
τους
φουσκωμ
ούς
κλητική
φουσκωμ
έ
φουσκωμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φουσκωμός
<
φουσκώνω
+
-ωμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φουσκωμός
αρσενικό
(
σπάνιο
) το
φούσκωμα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
φουσκώνω