Δείτε επίσης: φούσκα, Φοῦσκα
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φοῦσκ αἱ φοῦσκαι
      γενική τῆς φούσκης τῶν φουσκῶν
      δοτική τῇ φούσκ ταῖς φούσκαις
    αιτιατική τὴν φοῦσκᾰν τὰς φούσκᾱς
     κλητική ! φοῦσκ φοῦσκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φούσκ
γεν-δοτ τοῖν  φούσκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φοῦσκα, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)